ἑτερόφυλος — of another race masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑτερόφυλον — ἑτερόφυλος of another race masc/fem acc sg ἑτερόφυλος of another race neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑτεροφύλου — ἑτερόφυλος of another race masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑτεροφύλους — ἑτερόφυλος of another race masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑτεροφύλων — ἑτερόφυλος of another race masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑτερόφυλα — ἑτερόφυλος of another race neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑτερόφυλοι — ἑτερόφυλος of another race masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ετερο- — α συνθετικό λέξεων τής Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με σημαντική παραγωγικότητα και τρεις κύριες σημασίες: α) «ο ένας από τούς δύο», σε αντίθεση με το αμφι * («και οι δύο») πρβλ. ετερομάσχαλος, ετερόστομος, ετερόφθαλμος κ.ά. β) «άλλος … Dictionary of Greek
φύλο — το / φῡλον, ΝΜΑ 1. το αρσενικό και το θηλυκό γένος ανθρώπων και ζώων (α. «ίσες ευκαιρίες για τα δύο φύλα» β. «σωμασκεῑν ἔταξεν οὐδὲν ἧττον τὸ θῆλυ τοῡ ἄρρενος φύλου», Ξεν. γ. «νῡν δὲ γυναικῶν φῡλον ἀείσατε», Ησίοδ.) 2. φυλή, εθνότητα (α. «οι… … Dictionary of Greek
ՕՏԱՐԱՑԵՂ — (ի, ից.) NBH 2 1030 Chronological Sequence: Unknown date, 10c, 13c ա. ἐτερόφυλος diversae gentis, vel naturae. Որ է յօտար ցեղէ. օտարասեռ. օտարազգի. եւ Օտարաբուն. օտարօտի. այլանդակ. *Որպէս այլասեր եւ օտարացեղ առնել զնա (զորդի ʼի հօրէ). Կիւրղ. գանձ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)